Δευτέρα 12 Αυγούστου 2013

"Ένας λαός σε μια φέτα ψωμί..."

"[...] ήρθε  στο γραφείο μου ο Στάθης ανήσυχος: 
'Το ψωμί δεν φτάνει ούτε για τους μισούς. Τι θα κάνουμε;'
Κατέβηκα έντρομη στην κουζίνα, κι έλεγα χωρίς κανένα δισταγμό στη φωνή μου:
'Παιδιά, κόψτε τις φέτες λεπτές, για να βγουν όσο το δυνατόν περισσότερες'.
Ο Σωτήρης έκοψε μια και μου την έφερε.
'Τόση φτάνει κυρία διευθύντρια; Δεν μπορώ πιο λεπτή...' "

Είναι λίγες γραμμές από το βιβλίο της Δήμητρας Νούση, με τίτλο "σ' ευχαριστώ που μ' αγαπάς", που  προσφάτως κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Πατάκη.
Όταν πρωτοπήρα το βιβλίο στα χέρια μου, κρίνοντας από τον τίτλο, φαντάστηκα πως πρόκειται για ένα από εκείνα τα love story μυθιστορήματα, που κατακλύζουν κατά δεκάδες τους πάγκους  των εποχιακών βιβλιοπωλείων, σαν κι αυτά που στήνονται βιαστικά τα καλοκαίρια στα τουριστικά θέρετρα, για να εφοδιάσουν τις λουόμενες με εύπεπτα κι ανάλαφρα αφηγήματα φλογερών ιστοριών, που μετά από μια προκαθορισμένη και προβλεπόμενη Οδύσσεια καταλήγουν πάντα σε ένα, κατά το δοκούν,  αίσιο τέλος!  Η αλήθεια είναι ότι ο τίτλος του βιβλίου παραπλανά. Και ο υπότιτλος: "Μια ιστορία από την καρδιά της Αθήνας", δεν ξεκαθαρίζει το τοπίο. Γυρνώντας δε στο οπισθόφυλλο, όπου περίμενα να πληροφορηθώ επαρκώς για  το είδος του εν λόγω βιβλίου το πράγμα φάνηκε να περιπλέκεται ακόμη περισσότερο, όταν διάβασα:

"Αύγουστος του 2012 στην Αθήνα. Μια συνηθισμένη γυναίκα καλείται να αναλάβει μια ασυνήθιστη δουλειά: τη διεύθυνση ενός ιδρύματος που είναι γεμάτο πληγές, στην Αθήνα που περνάει μια απ' τις χειρότερες στιγμές της νεότερης ιστορίας της. Δεν είναι μόνο οι άστεγοι και οι ναρκομανείς που έρχονται στην αυλή για το συσσίτιό τους, αλλά και οι 'νεόπτωχοι': άνθρωποι της μεσαίας τάξης που έχουν χάσει τα πάντα, όχι όμως την αξιοπρέπειά τους..."

"Τελικά φαίνεται να έχουν δίκαιο όσοι ισχυρίζονται ότι η κρίση δίνει τροφή στην Τέχνη", σκέφτηκα. "Ιδού πώς οι τραγικές συνθήκες που διαμορφώθηκαν στην καρδιά της πρωτεύουσας, αποτελούν το ιδανικό σκηνικό για μυθιστορίες και κάθε είδους λογοτεχνικές αφηγήσεις. Η ταχύτατη εξαθλίωση ολοένα και μεγαλύτερης κοινωνικής μερίδας, πλέκει τον καμβά πάνω στον οποίο μπορεί να κεντήσει το γαϊτανάκι του κάθε επίδοξος συγγραφέας", συνέχισα να μονολογώ βλέποντας με μια δόση καχυποψίας το βιβλίο. Ακόμη και όταν διάβασα, κάπου στη μέση του οπισθόφυλλου, ότι:

"Το βιβλίο που κρατάτε στα χέρια σας είναι μια συγκλονιστική μαρτυρία, μια κατάθεση ψυχής από μια συνηθισμένη γυναίκα που βρέθηκε αντιμέτωπη με την κατάρρευση.",

ακόμη και τότε δεν ήμουν σίγουρη περί τίνος πρόκειται. Πιθανόν η εμφατική επανάληψη των τριών λέξεων: "μια - συνηθισμένη - γυναίκα", ήταν που με μπέρδεψε περισσότερο. Πόσο συνηθισμένη γυναίκα, δηλαδή; Ίσως αυτή η απορία με ώθησε να ξεκινήσω την ανάγνωση. Δεν χρειάστηκε να διαβάσω πολλές σελίδες, για να καταλάβω, μεταξύ άλλων, τα εξής πράγματα:

1ο. Το βιβλίο "σ' ευχαριστώ που μ' αγαπάς", της διευθύντριας ΚΥΑΔΑ, Δήμητρας Νούση, είναι ένα χρονογράφημα ημερολογιακού τύπου και όχι ένα love story, όπως μου φάνηκε στην αρχή λόγω του τίτλου... Επί πλέον, κάθε άλλο παρά "συνηθισμένη γυναίκα" είναι η συγγραφέας, όπως επιμόνως και κατ' επανάληψη στο βιβλίο της ισχυρίζεται ότι είναι.
2ο. Κατά την ανάγνωση το στομάχι μου σφίχτηκε τόσο που, μέχρι να διαβάσω την τελευταία σελίδα, αναγκάστηκα να κάνω αρκετές φορές διάλειμμα.
3ο.  Οι εικόνες από την "αυλή των καταραμένων" του Ιδρύματος, όπως η Δ.Ν. αποκαλεί τους σιτιζόμενους στο Ίδρυμα, καταγράφηκαν σαν Ερινύες στο μυαλό μου και κάθε φορά που γεμίζω το πίατό μου, με κατακλύζουν και μου κόβουν την όρεξη... Τότε πιάνω μια πολύ λεπτή φέτα ψωμί και το τρίβω στο χέρι μου...

"[...] Ένας λαός σε μια φέτα ψωμί, μια χούφτα κολλημένα ψίχουλα που ασφυκτιούν μέσα σε μια σφιχτή ζύμη, τόσο σφιχτή που ξαφνικά, σαν να μην αντέχει την ασφυξία της, ξεσπάει σε μια εκρηκτική αποκόλληση, διαλύεται, χάνεται η συνοχή της...
Αναρωτιέμαι πόσοι άνθρωποι που ζουν στην επαρχία αντιλαμβάνονται τι γράφω.", 

γράφει η Δ.Ν. και πιστεύω πως έχει δίκαιο που αναρωτιέται, επειδή η επαρχία είχε κι έχει πάντα  τον τρόπο της να στρώνει τραπέζι, με τα εδώδιμα που παράγει στις αυλές της. 
Στην Κατοχή πού κατέφευγαν οι άνθρωποι των πόλεων; Στα χωριά, για να ανταλλάξουν τα λιγοστά τους υπάρχοντα, στην καλύτερη περίπτωση με ένα σακί αλεύρι, λίγα λίτρα λάδι ή, στη χειρότερη, με μερικά αυγά και λίγα ψίχουλα...  Με μια λεπτή φέτα ψωμί... Σαν κι αυτή που έκοψε ο Σωτήρης!

Ο Σωτήρης, ο Φοίβος, ο Στάθης, νέα παιδιά που εργάζονται αμισθί στο Ίδρυμα, χωρίς προοπτική, χωρίς ελπίδα, ανακατεμένοι με τους σιτιζόμενους, έχουν στοιχειώσει τη σκέψη μου. Οι εθελοντές του Ιδρύματος, και ειδικά ο 27χρονος Φοίβος, έχουν αποτυπωθεί ανεξίτηλα στο μυαλό  μου και με κρατούν ξάγρυπνη τις νύχτες...
Πριν λίγες μέρες, στις τέσσερις τα ξημερώματα βγήκα στο μπαλκόνι, τη στιγμή ακριβώς που ακουγόταν -μέσα στην απόλυτη ησυχία- το χειρόφρενο ενός αυτοκινήτου, που πάρκαρε στη γωνία, δέκα μέτρα παρακάτω. Είδα ένα μεγαλόσωμο άντρα, ανάμεσα 30 και 40, να βγαίνει και να πηγαίνει βιαστικά προς τους τρεις κάδους. Δύο ανακύκλωσης και ένας κανονικός. Μόλις τους έφτασε κι ενώ άπλωνε το χέρι του στον έναν από αυτούς, έστρεψε το κεφάλι του ένα γύρω να ελέγξει την περιοχή. Μοιραία μπήκα στο οπτικό του πεδίο. Τότε, με το χέρι μεταίωρο, έκανε μεταβολή, μπήκε στο αυτοκίνητό του και εξαφανίστηκε. Ένιωσα να με πλημμυρίζει ενοχή! Θα έπρεπε να είχα μείνει στο κρεβάτι μου...
Ή θα έπρεπε να είχα κρεμάσει ένα καρβέλι ψωμί, δίπλα στους κάδους...
Σκέφτομαι να το κάνω... Για όσο τουλάχιστον έχω τη δυνατότητα να το αγοράζω. 
Και έτσι, αγοράζοντας ένα καρβέλι ψωμί, να εξαγοράζω τη...συνείδησή μου, και πιθανότατα, και τον ύπνο μου!

1 σχόλιο: