Σάββατο 24 Ιουλίου 2010

ΑΝΤΑΝΑΚΛΑΣΕΙΣ ΚΑΙ ΣΚΙΕΣ, της Μ.Ιωάννου *

Οι οδηγίες που μου έδωσε ο ΑΠ, για το πώς θα τον βρω ήταν αναλυτικές και σαφείς. Δεν κράτησα σημειώσεις, γι’ αυτό αναγκάστηκα να τις επαναλάβω νοερά, αμέσως μόλις έκλεισα το τηλέφωνο, ώστε να εντυπωθούν στη μνήμη μου. «Βγαίνοντας στον κεντρικό», είπε «πας νότια, περνάς τη Μόλα Καμπάνα, μετά τον οικισμό Αρχιπέλαγος και στα διακόσια μέτρα στρίβεις αριστερά και μετά συνεχίζεις βόρεια μέχρι να συναντήσεις το πρώτο σπίτι. Το πρώτο και το τελευταίο. Εκεί θα με βρεις! Κατανοητό;» Την ήξερα καλά την περιοχή και ήμουν σίγουρη πως δε θα δυσκολευτώ να τον εντοπίσω. «Είσαστε σαφέστατος, ευχαριστώ πολύ», είπα. «Γύρω στις 6.30 θα είμαι εκεί». «Μπορείς, αν θέλεις και νωρίτερα», μου απάντησε.
Ναι, θα μπορούσα και νωρίτερα. Λίγους μήνες νωρίτερα ίσως, θα μπορούσα.. Αν δεν είχα επιτρέψει τον εαυτό μου να αφεθεί στην απόλυτη νοητική και συναισθηματική αδράνεια που μου προκάλεσαν όσα συνέβησαν τότε. Αν είχα καταφέρει να μείνω απερίσπαστη και να συνεχίσω κανονικά τη ζωή μου, θα μπορούσα να είχα ήδη συναντήσει τον ΑΠ μερικούς μήνες πριν και να είχα προλάβει την τροπή που πήραν τα πράγματα. Μερικούς μήνες πριν όμως δεν τον γνώριζα παρά μόνο μέσα από το βιβλίο του. Δεν τον είχα συναντήσει ποτέ. Και δεν ήξερα τίποτε για τον ίδιο. Αλλά και ποιος ήξερε; Δεν έδινε συνεντεύξεις, δεν εμφανιζόταν σε κανάλια, δεν υπήρχε φωτογραφία του στο αυτί του μυθιστορήματος του που είχε κυκλοφόρησε πριν έξι μήνες και είχε γίνει στο μεταξύ best seller. Επικοινώνησα τότε με τον εκδοτικό του οίκο, αλλά δε μου έδωσαν καμιά απολύτως πληροφορία. Είχα εγκαταλείψει κάθε προσπάθεια αναζήτησης, όταν έλαβα ένα ηλεκτρονικό μήνυμα από τον ΑΠ! Μου έγραφε πως είχε διαβάσει τη βιβλιοκριτική μου..

«Αγαπητή κα Ιωάννου

Θα ήθελα αρχικά να σας ευχαριστήσω θερμά για τα όσα γράψατε στην κριτική σας για το «αντανακλάσεις» και να σας πω ότι θεωρώ πως είσαστε ο ένας από τους τρεις ανθρώπους που έχετε διαβάσει σωστά το βιβλίο.

Αν θέλατε θα μπορούσα να σας στείλω την πλήρη εκδοχή του βιβλίου μου. Θα με ενδιέφερε η γνώμη σας. Παρακαλώ να μου στείλετε την ταχυδρομική σας διεύθυνση.

Περιμένω απάντησή σας

Με εκτίμηση

ΑΠ»

Δεν ήξερα τι μπορεί να σημαίνει «πλήρης εκδοχή» ενός μυθιστορήματος, αλλά υπόθεσα ότι το «αντανακλάσεις», από τις εκδόσεις ΦΑΡΑΓΓΙ που είχα διαβάσει θα ήταν ό,τι απέμεινε μετά από την επιμελημένη αφαίρεση που έκανε ο ΑΠ στο αρχικό του βιβλίο. Γιατί όμως ήθελε να διαβάσω εγώ αυτά που είχε ο ίδιος σβήσει από την επίσημη έκδοση του βιβλίου του; Ή μήπως είχε παρέμβει ο εκδότης; Και τι σήμαινε πως ήμουν ο ένας από τους τρεις ανθρώπους που διάβασαν το βιβλίο του σωστά; Υπάρχει σωστή και λάθος ανάγνωση ενός μυθιστορήματος άραγε; Οι άλλοι δυο ποιοι ήταν; Και ο ίδιος ο ΑΠ ποιος ήταν αλήθεια; Στη σκέψη πως είχα μια ευκαιρία να μάθω ποιος ήταν ο μυστηριώδης ΑΠ, απάντησα αμέσως καταφατικά και τόνισα πως για μένα ήταν ιδιαίτερη τιμή. Ύστερα αναρωτήθηκα αν έπρεπε να ξαναδιαβάσω εκείνη τη στιγμή το «αντανακλάσεις» ή μήπως ήταν καλύτερα να περιμένω το full version που θα μου έστελνε ο συγγραφέας. Αποφάσισα εντέλει να ξαναδιαβάσω μόνο τη δισέλιδη κριτική μου για το βιβλίο. Στο άρθρο μου είχα λειτουργήσει μάλλον αφαιρετικά εστιάζοντας σε έναν μόνο χαρακτήρα, στον φυσικό Κωστή Δημητρίου. Σχολίαζα εκτενώς τη θεωρία που ο Δημητρίου είχε διαμορφώσει για τη ζωή. Μια πραγματικά ενδιαφέρουσα θεωρία για την ίδια τη ζωή και για τον ελκυστή που κουβαλά ο καθένας μας. Αυτό το κομμάτι του βιβλίου ήταν ό,τι με είχε συνεπάρει άλλωστε. Αυτό και η εξωπραγματική σχέση του Κωστή με τη Μυρτώ.

Είχα μόλις προσπεράσει τη Μόλα Καμπάνα κι έκοψα ταχύτητα. Σε λίγο θα συναντούσα στα δεξιά μου τον οικισμό Αρχιπέλαγος και θα έπρεπε να βρω στ’ αριστερά το άνοιγμα που οδηγούσε στο βουνό. Το είδα στα διακόσια μέτρα, όπως ακριβώς μου είχε πει λίγες  ώρες πριν ο ΑΠ στο τηλέφωνο. Άρχισα να ανηφορίζω. Στον καθρέφτη έβλεπα πίσω μου τη θάλασσα, μια χρυσή αντανάκλαση, που, καθώς άφηνα το βλέμμα μου πάνω της, γέμιζε με σκιές όσα ήταν στην αντίθετη κατεύθυνση, ακριβώς μπροστά μου. Στα μέσα του Ιούλη ο ήλιος είναι ακόμη ψηλά  στις 6.15 το απόγευμα. Δεν έκανα πάνω από δυο χιλιόμετρα όταν είδα να ασπρίζει μέσα στο πράσινο το πρώτο και ταυτόχρονα τελευταίο σπίτι. «Τον βρήκα. Επιτέλους θα μάθω..», σκέφτηκα καθώς έμπαινα από την ορθάνοιχτη πόρτα στο κτήμα. Κάμποσα στρέμματα καταπράσινη γη, με κάθε λογής οπωροφόρα, με κλήματα σε όλη σχεδόν την περίμετρο, με κοντοκουρεμένο γκαζόν, με μικρές διακριτικές εγκαταστάσεις, καμουφλαρισμένες τέλεια μέσα στο φυσικό περιβάλλον και με έναν θεόρατο πεύκο ακριβώς μπροστά στην πόρτα του μικρού άσπρου σπιτιού. Υπήρχε κάτι μέσα σε κείνη την απόλυτη ηρεμία που σε έκανε να νιώθεις ασφάλεια βαθειά μέσα σου. Ίσως ήταν η ολοφάνερη τάξη που μαρτυρούσε πως ο ιδιοκτήτης ήταν εκείνο το είδος του προνοητικού ανθρώπου που μπορούσε να οργανώνει άψογα το καθετί, εκείνο το είδος του ανθρώπου που όταν είσαι δίπλα του δεν σου μένει να ανησυχήσεις για τίποτα, επειδή ό,τι κι αν σκεφτείς το έχει ήδη προβλέψει και το’ χει διεκπεραιώσει.

«Είμαι σίγουρη πως ο ΑΠ, δεν θα έχει χάσει ποτέ τα κλειδιά του ή το πορτοφόλι του», σκέφτηκα, καθώς παρατηρούσα το κτήμα, «σίγουρα θα βάζει στη σειρά όλα τα εργαλεία του όταν θα πρόκειται να μαστορέψει κάτι..» Έστριψα προς την πυλωτή, όπου ήταν παρκαρισμένο το γκρι κομ σουρί Tiguan, και έσβησα τη μηχανή. Ενώ ετοιμαζόμουν να βγω από το αυτοκίνητο ένιωσα πως έχω ξαναβρεθεί εκεί. Μα δεν ήταν ένα συνηθισμένο de ja vu! Ένιωσα αίφνης να με πλημυρίζουν αναμνήσεις και εικόνες που διαδέχονταν η μια την άλλη με λογική σειρά, με πλήρη συναίσθηση. Έμεινα ακίνητη, βαριανασαίνοντας. «Αν δεν το ξεπεράσω γρήγορα, δεν πρόκειται να τη βγάλω καθαρή», σκέφτηκα σε μια υπέρτατη προσπάθεια αυτοσυγκέντρωσης. Άρχισα να ψελλίζω τους στίχους που μου έδωσε ο Κωστής στα γενέθλιά μου. « Δεν υπάρχουν γράμματα στις σελίδες των βιβλίων/…Απ' τις γενιές των κειμένων της γης/Διάβασα μόνο λίγες/Αυτές που συνεχίζω να διαβάζω στη μνήμη μου/Διαβάζοντας και παραμορφώνοντάς τες./Από το Νότο, την Ανατολή, τη Δύση και το Βορά/ συγκλίνουν οι δρόμοι που με οδήγησαν στο μυστικό μου κέντρο.» « Μπόρχες», μου είπε όταν μου το έδωσε. Με είχε συγκινήσει πολύ που το μετέφρασε για χάρη μου. Το έμαθα απέξω. Το μυστικό μου κέντρο, ο παράξενος ελκυστής, μια αντανάκλαση. «Τώρα μπορώ να τους ξεχάσω./Φτάνω το κέντρο μου,/την άλγεβρα και το κλειδί μου,/τον καθρέφτη μου. Σύντομα θα ξέρω ποιός είμαι»
«Το ποίημα αυτό, όπως και όλη η συλλογή του Μπόρχες ονομάζεται “Το Εγκώμιο της Σκιάς”, μου είχε πει ο Κωστής δίνοντας μου το γαλάζιο μπλοκάκι. Μετά έβγαλε από το κόκκινο πακέτο ένα King Edwards, ενώ γέμισε πάλι τα ποτήρια μας με «Αναστασίτικο». «Στην υγειά μας Μυρτώ», μου είπε τείνοντάς μου το γεμάτο ποτήρι. «Στην υγειά μας», του απάντησα προσπαθώντας να πιάσω τα δαχτυλίδια του καπνού που σχημάτισε με τα χείλη του..
--------------------------------------------------------------------------------------------------

*Η Μ.Ιωάννου είναι  ένα φανταστικό πρόσωπο. :):)

4 σχόλια:

  1. :)

    ούτε κι εγώ έχω ακόμη διαβάσει παρακάτω!!

    φιλιά πολλά

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. «Τον βρήκα. Επιτέλους θα μάθω...»
    Εμείς πότε θα μάθουμε; Έχω αγωνία ... Φιλιά

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. τι ακριβώς θα ήθελες να μάθεις?!

    χαίρομαι πάντως που λες ότι έχεις αγωνία..:):)
    πολλά φιλιά κι από μένα

    ΑπάντησηΔιαγραφή